Ο κερατόκωνοςείναι μία μη φλεγμονώδης πάθηση του κερατοειδούς, η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μίας προοδευτικής παραμόρφωσης της επιφάνειάς του. Ο κερατοειδής παίρνει σταδιακά μία «κωνική» μορφή, (επεκτείνεται δημιουργώντας μία προεξοχή), παραμορφώνοντας το είδωλο που σχηματίζεται στο βυθό του ματιού. Ταυτόχρονα παρατηρείται προοδευτική λέπτυνση, ουλοποίηση και τελικά θολερότητα στην περιοχή που υπάρχει ο κώνος. Το σημαντικό στον κερατόκωνο είναι ότι προκαλεί προοδευτική, μερική ή ολική, πτώση της όρασης, η οποία δεν βελτιώνεται με γυαλιά και μπορεί να φθάσει μέχρι και την τύφλωση.Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η παραμόρφωση βρίσκεται στο κάτω μισό του κερατοειδούς και πρωτοεμφανίζεται σαν ανώμαλος αστιγματισμός. Παρόλα αυτά, όλες οι περιπτώσεις αστιγματισμού δεν οφείλονται αποκλειστικά σε κερατόκωνο. Καθώς ο κερατόκωνος εξελίσσεται, η μόνη μη επεμβατική μέθοδος που παρέχει στον ασθενή κανονική όραση, είναι οι σκληροί φακοί επαφής (ημίσκληροι κερατοκωνικοί φακοί ή και σκληροί). Αν ο κερατόκωνος συνεχίσει να επιδεινώνεται, τότε είναι πιθανή η δημιουργία ουλής στο κέντρο του κερατοειδούς.
Αιτιολογία: Παρά τις συνεχιζόμενες έρευνες, η αιτιολογία του παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Θεωρείται γενικά κληρονομική ασθένεια και ενοχοποιούνται για την εμφάνισή της πολλοί παράγοντες και κυρίως ανωμαλίες της δομής ή του μεταβολισμού των διαφόρων τμημάτων του κερατοειδούς.
Πιστεύεται ότι η γενετική, το περιβάλλον και το ενδοκρινικό σύστημα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του κερατόκωνου.
Συμπτώματα: Ο κερατόκωνος είναι πολλές φορές μια πάθηση ασυµπτωµατική (Formefruste κερατόκωνος) και η διαπίστωση γίνεται κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο διαθλαστικής χειρουργικής. Τα πρώτα σημάδια του κερατόκωνου είναι συνήθως η συνεχώς αυξανόμενη μυωπία και ιδιαίτερα ο αστιγματισμός και η ανάγκη για συχνές αλλαγές στη συνταγή γυαλιών, η σύγχυση της όρασης με παραμόρφωση των εικόνων, η θολή όραση η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί με γυαλιά.
– Παραθλάσεις φωτός, άλλως, µονόφθαλµη διπλωπία, ειδικά κατά τη διάρκεια της νύχτας
– ∆υσανεξία µαλακών φακών επαφής
– Απότοµη µείωση όρασης λόγω ύδρωπα
– Κεφαλαλγίες και γενικά οφθαλμικό άλγος
– Ερεθισμός των ματιών, υπερβολικό τρίψιμο των ματιών. Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται κατά το τέλος της εφηβείας. Η νόσος εξελίσσεται συνήθως με αργούς ρυθμούς για 10 έως 20 χρόνια και στη συνέχεια παύει να εξελίσσεται. Ξεκινά, δηλαδή, συνήθως γύρω στα 15 και η εξέλιξή της «παγώνει» μετά τα 35 χρόνια. Συνήθως εμφανίζεται σαν μυωπία που αλλάζει συνεχώς με αυξανόμενο αστιγματισμό. Αυτή η αρχική αλλαγή, ευαισθητοποιεί τον οφθαλμίατρο για τη διάγνωση. Κάθε οφθαλμός προσβάλλεται συνήθως σε διαφορετικό βαθμό. Με την εξέλιξη η όραση μπορεί να παραμορφωθεί, καθώς ο κερατοειδής γίνεται πιο κυρτός και ουλοποιείται.
Κλινικά χαρακτηριστικά:
Προοδευτική κερατοειδική λέπτυνση, περίπου στο 1/3 του πάχους του κερατοειδούς. Αυτή συνδέεται με κακή οπτική οξύτητα, αποτέλεσμα του προχωρημένου ανώμαλου αστιγματισμού με υψηλές κερατομετρικές (Ks) μετρήσεις.
– Πρόπτωση του κάτω βλεφάρου, όταν ο ασθενής κοιτάζει προς τα κάτω (σημείο Munson).
– ∆ακτύλιος του Fleisher (επιθηλιακές εναποθέσεις σιδήρου) που μπορεί να περιβάλλει τη βάση του κώνου.
– Πτυχές στρώµατος (Vogt’sstriae).
– Ίνωση.
– Ορατά κερατοειδικά νεύρα.
– Επηρµένη κεντρική νησίδα προκαλούσα δυσανεξία στη χρήση φακών επαφής (Proudnebula).
– Κερατοειδική ουλοποίηση σε βαριές περιπτώσεις.
– Ύδρωπας.
Ο κερατόκωνος, ιδίως στα πρώιμα στάδια μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωστεί και όλα τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να σχετίζονται με άλλα προβλήματα όρασης. Συμβουλευτείτε τον οφθαλμίατρό σας για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του κερατόκωνου.
Διάγνωση: Ο ασθενείς, στα αρχικά στάδια, παραπονιούνται για μια μειωμένη οπτική οξύτητα. Η φυσική εξέταση δεν δίνει πάντοτε στοιχεία για μια σίγουρη διάγνωση. Ωστόσο, η κερατομέτρηση μπορεί να δώσει αλλοιωμένες παραμέτρους. Ο ασθενής παρουσιάζει έναν ανώμαλο εξελικτικό αστιγματισμό που δεν είχε πριν. Σε πιο προχωρημένα στάδια η διάγνωση είναι πιο εύκολη και με τη βοήθεια της σχισμοειδούς λυχνίας ο κερατοειδής εμφανίζει την γνωστή κωνική μορφή, καθώς και λέπτυνση και θόλωση της κεντρικής περιοχής του. Η σίγουρη διάγνωση, όμως, τίθεται με την βοήθεια ενός ηλεκτρονικού μηχανήματος και με μια εξέταση που ονομάζεται “τοπογραφία κερατοειδούς” (cornealmap). Με την εξέταση αυτή λαμβάνουμε μια δισδιάστατη έγχρωμη απεικόνιση της τοπογραφίας του κερατοειδούς, βάση της οποίας κάνουμε διάγνωση ακόμα και στις υποκλινικές μορφές δηλ. εκείνες που δεν έχουν εμφανίσει συμπτώματα.
Άµεση οφθαλµοσκόπηση: δείχνει μια αντανάκλαση “δίκην σταγόνας ελαίου” (Redreflex).
Φωτοκερατοσκοπία ή ο δίσκος του Placido: αναδεικνύουν ανωμαλίες στα χείλη των ανακλωμένων δακτυλίων.
Κερατοµετρία: (Ks υψηλά, ήπιος<48 D, µέτριος 48-54 D, σοβαρός κερατόκωνος>54 D) αρχικώς δείχνει ανώμαλο αστιγματισμό, όπου οι κύριοι μεσημβρινοί δεν είναι διαχωρισμένοι κατά 90% και οι εικόνες του κερατοσκοπίου δεν μπορούν να τεθούν η μία επί της άλλης.
Τοπογραφία κερατοειδούς: καταδεικνύει την ανωμαλία στην επιφάνεια του οφθαλμού. Παθήσεις όπως ο κερατόκωνος μπορούν να παρουσιάσουν ανώμαλη κυρτότητα προτού να γίνουν εμφανή τα βιομικροσκοπικά σημεία (που μπορεί να διαγνώσει κλινικά ο οφθαλμίατρος). Στον κερατόκωνο, οι χάρτες χρωμάτων παρέχουν πληροφορίες της θέσης, του μεγέθους και της καμπυλότητας της κορυφής του. Τα νεότερα συστήματα τοπογραφίας μπορούν να ελέγξουν ταυτόχρονα και την καμπυλότητα της οπίσθιας επιφάνειας του κερατοειδούς, της οποίας οι ανωμαλίες φαίνεται ότι προηγούνται της πρόσθιας επιφάνειας. Ταυτόχρονα με την ίδια εξέταση μπορούμε να ελέγξουμε με μεγάλη ακρίβεια το πάχος του κερατοειδή σε κάθε του σημείο.
Θεραπεία:
Γυαλιά ή μαλακοί φακοί επαφής: μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να διορθώσουν την ήπια μυωπία και αστιγματισμό που προκαλούνται από τον κερατόκωνο σε πρωταρχικό στάδιο, εντούτοις σε κάποιο βαθμό ένας άκαμπτος αεροδιαπερατός (RGP) φακός επαφής θα διορθώσει την κερατοκωνική όραση καλύτερα.
Άκαμπτοι αεροδιαπερατoi φακοί επαφής (RGP ή GP):μπορούν να διορθώσουν την όραση, καθώς ο κερατόκωνος εξελίσσεται. Το άκαμπτο υλικό του φακού του επιτρέπει να ασκήσει πίεση στον κερατοειδή, αντικαθιστώντας το ανώμαλο σχήμα του κερατοειδή με μια ομαλή, ομοιόμορφη διαθλαστική επιφάνεια για τη βελτίωση της όρασης.
Ενδοκερατικοί δακτύλιοι: εισάγονται μέσα στο στρώμα του κερατοειδούς για να τον επιπεδώσουν, αλλάζοντας το σχήμα και τη θέση του κώνου.
Crosslinking κερατοειδούς(CXL): Eίναι μια νέα θεραπευτική επιλογή που επιτυγχάνει να σταματήσει την εξέλιξη του κερατόκωνου, όταν διαπιστώνουμε ότι αυτός επιδεινώνεται. Η ασφάλειά του είναι πλέον διεθνώς τεκμηριωμένη μέσα από πολυάριθμες μελέτες. Χρησιμοποιείται ακόμα και σε περιπτώσεις που θέλουμε να διορθώσουμε την μυωπία και έχουμε υποψία για υποκλινικό κερατόκωνο.
Χειρουργική Μεταμοσχεύσεων κερατοειδούς: είναι απαραίτητη σε πολύ προχωρημένο στάδιο κερατόκωνου λόγω ουλοποίησης, εκτεταμένης λέπτυνσης ή δυσανεξίας φακών επαφής.